- χοντροειδής
- -ές, Νβλ. χονδροειδής.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
βλάχικος — η, ο επίρρ. βλάχικα 1. αυτός που ταιριάζει σε βλάχο ή αναφέρεται σε βλάχο: Είχε βλάχικη προφορά. 2. άξεστος, χοντροειδής, αγροίκος: Το βλάχικο φέρσιμό του μ’ ενοχλεί. 3. το ουδ. στον πληθ. ως ουσ., βλάχικα η γλώσσα και η φορεσιά του βλάχου, του… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
καραγκιοζ(ι)λίκι — το χοντροειδής αστεϊσμός, ανόητη και γελοία πράξη: Τι καραγκιοζιλίκια είναι αυτά; … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
χοντράδα — η 1. χοντροειδής συμπεριφορά, χωριατιά: Δεν την υποφέρω τη χοντράδα αυτού του ανθρώπου. 2. χοντράδι … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)